επιμηθικώς

επιμηθικώς
ἐπιμηθικῶς (Μ) [επιμηθής]
επίρρ. σαν τον Επιμηθέα, με τρόπο που δείχνει ότι σκέφτεται κανείς όταν είναι πια αργά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”